- ἐπικαλεῖται
- ἐπικαλέωsummonpres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐπικαλέωsummonfut ind mid 3rd sg (attic epic)ἐπικαλέωsummonpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικαλεῖτ' — ἐπικαλεῖτο , ἐπικαλέω summon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπικαλεῖτο , ἐπικαλέω summon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπικαλεῖτε , ἐπικαλέω summon pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐπικαλεῖτε , ἐπικαλέω summon pres opt act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αλληλεπικαλούμαι — ( έομαι) και αλληλο επικαλούμαι κάποιον, ζητώ τη βοήθεια ή τη μαρτυρία του και αντίστοιχα με επικαλείται και αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επικαλούμαι] … Dictionary of Greek
εμβάσιος — ἐμβάσιος, ο (Α) (προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που προστατεύει όποιον τόν επικαλείται καθώς μπαίνει στο πλοίο … Dictionary of Greek
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek
ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… … Dictionary of Greek
θεαγωγός — θεαγωγός, όν (Α) (παπ.) αυτός που επικαλείται τον θεό, αυτός που παρακαλεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγωγός] … Dictionary of Greek
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
θεόκλυτος — θεόκλυτος, ον (Α) 1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς 2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό 3. αυτός που έχει θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά κλυτος, ονομά κλυτος] … Dictionary of Greek
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek